υαλοφανής

υαλοφανής
-ές, Ν
1. υαλοειδής
2. το αρσ. ως ουσ. ο υαλοφανής
(ορυκτ.) άχρωμο, λευκό ή κίτρινο ορυκτό τού καλίου και τού βαρίου, με υαλώδη λάμψη, που ανήκει στην ομάδα τών αστρίων και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. χαλκο-φανής. Η λ., με την επιστημον. της σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hyalophane].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”